- σπεῖραν
- σπείρωsowaor part act neut nom/voc/acc sgσπείρωsowaor ind act 3rd pl (homeric ionic)σπεῖραanything twistedfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σπείραν — σπείρᾱν , σπειράομαι to be coiled imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) σπείρᾱν , σπειράομαι to be coiled imperf ind act 1st sg (doric aeolic) σπείρᾱν , σπειράομαι to be coiled imperf ind act 3rd pl (attic epic doric aeolic) σπείρᾱν ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπείρα — Διακοσμητικό μοτίβο πολύ διαδομένο στην προϊστορική εποχή. Η φύση του σχήματος αυτού είναι διπλή: μπορεί να παραστάνει μια καθαρή γεωμετρική αφαίρεση ή να είναι η σχηματοποιημένη αναπαράσταση φυσικών μορφών. Στη δεύτερη φύση της παρουσιάζεται για … Dictionary of Greek
λαμβάνω — και λαβαίνω (AM λαμβάνω, Α και λαββάνω, Μ και λαβάνω και λαβαίνω) 1. παίρνω κάτι στα χέρια μου ή πιάνω κάτι με τα χέρια μου και τό κρατώ (α. «λήψῃ δὲ μοσχάριον ἐκ βοῶν ἕν... καὶ ἄρτους ἀζύμους πεφυραμένους ἐν ἐλαίω», ΠΔ β. «χείρεσσι λαβὼν… … Dictionary of Greek
ολκαίος — ὁλκαῑος, αία, ον, ιων. τ. θηλ. ὁλκαίη (Α) [ολκή] 1. (για πλοίο) αυτός που σύρεται, που ρυμουλκείται 2. (για φίδι) αυτός που έρπει 3. (για δρόμο) οφιοειδής («ἕρπει ἀτραπὸν ὁλκαίην δολιχῷ μηρύγματι γαστρός», Νίκ.) 4. αλλεπάλληλος, διαδοχικός… … Dictionary of Greek
φαλαγγιτικός — ή, ό / φαλαγγιτικός, ή, όν, ΝΜΑ, και φαλαγγίτικος Ν [φαλαγγίτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον φαλαγγίτη (α. «φαλαγγιτικός όρκος» β. «τιθεις ἐναλλὰξ σημαίαν καὶ σπεῑραν φαλαγγιτικήν»,Πολ.) νεοελλ. φρ. «φαλαγγιτικά γραμμάτια» πιστωτικά… … Dictionary of Greek